πυρόμετρο

πυρόμετρο
Όργανο μέτρησης υψηλών θερμοκρασιών, που χρησιμοποιείται ειδικότερα στη μεταλλουργία και στις υψικαμίνους. Το απλό π. αποτελείται από μια σειρά μεταλλικών κώνων από μείγματα με γνωστό σημείο τήξης, οι οποίοι τοποθετούνται κατά αυξανόμενη κλιμάκωση του σημείου τήξης· από το υλικό που τήκεται προσδιορίζεται ενδεικτικά η θερμοκρασία. Με βάση το εμπειρικό αυτό μέσο έχουν μελετηθεί και κατασκευαστεί τα νεότερα π. Η θερμοκρασία μετριέται επίσης από τις μεταλλαγές του χρωματισμού, που παρατηρούνται στα τηγμένα μέταλλα. Σε ευρεία χρήση είναι τα θερμοηλεκτρικά π., που αποτελούνται από ένα θερμοηλεκτρικό στοιχείο, το οποίο έχει μια διμεταλλική επαφή. Το π. τοποθετείται στον θερμό χώρο όπου θέλουμε να μετρήσουμε τη θερμοκρασία, και από τη διαφορά της θερμοκρασίας μεταξύ των δύο διμεταλλικών επαφών του οργάνου δημιουργείται ηλεκτρεγερτική δύναμη που προκαλεί ρεύμα και επιφέρει απόκλιση του δείκτη του οργάνου, ενδεικτική της θερμοκρασίας του χώρου· βασίζεται στην αρχή του φωτοηλεκτρισμού. Άλλος τύπος π. είναι του διάπυρου νήματος· στον τύπο αυτό συγκρίνεται η φωτεινή ένταση της πηγής με τη φωτεινή ένταση ενός νήματος που διαπυρώνεται με τη βοήθεια ηλεκτρικού ρεύματος.
* * *
το, Ν
τεχνολ. όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση πολύ υψηλών θερμοκρασιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrometer < πυρ + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. πυρόμετρον, μαρτυρείται από το 1766 στον Ν. Θεοτόκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυρόμετρο — το όργανο για τη μέτρηση υψηλών θερμοκρασιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυρομετρικός — ή, ό, Ν [πυρομετρία ή πυρόμετρο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρομετρία ή στο πυρόμετρο …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • πυρομετρικός — ή, ό αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στο πυρόμετρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”